Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁπαξαπλῶς
ἀπαξιόω
ἅπαξ
ἀπαπαῖ
ἄπαππος
ἀπαράβατος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακάλυπτος
ἀπαράκλητος
ἀπαράλλακτος
ἀπαραμύθητος
ἀπαράμυθος
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράσσω
ἄπαργμα
ἀπαρέσκω
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
ἀπαριθμέω
View word page
ἀπαραμύθητος
ἀπαραμύθητος παραμυθέομαι not to be persuaded, inconsolable, ἀθυμία Plut.
ShortDef
not to be persuaded, inconsolable
Debugging
Headword:
ἀπαραμύθητος
Headword (normalized):
ἀπαραμύθητος
Headword (normalized/stripped):
απαραμυθητος
IDX:
3702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3703
Key:
a)paramu/qhtos
Data
{'content': 'ἀπαραμύθητος\n παραμυθέομαι\n not to be persuaded, inconsolable, ἀθυμία Plut.', 'key': 'a)paramu/qhtos'}