Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀβλέφαρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρός
ἀβληχρώδης
ἀβοήθητος
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβόσκητος
ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἀβριθής
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβροδίαιτος
ἁβροκόμης
View word page
ἀβουκόλητος
ἀβουκόλητος βουκολέω untended by herdsmen: metaph. unheeded, Aesch.

ShortDef

untended by herdsmen

Debugging

Headword:
ἀβουκόλητος
Headword (normalized):
ἀβουκόλητος
Headword (normalized/stripped):
αβουκολητος
IDX:
37
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n37
Key:
a)bouko/lhtos

Data

{'content': 'ἀβουκόλητος\n βουκολέω\n untended by herdsmen: metaph. unheeded, Aesch.', 'key': 'a)bouko/lhtos'}