Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁπανταχῆ
ἁπανταχόθεν
ἁπανταχόθι
ἁπανταχόσε
ἁπανταχοῦ
ἀπαντάω
ἀπάντημα
ἁπάντῃ
ἀπαντικρύ
ἀπαντίον
ἀπαντλέω
ἀπάντομαι
ἀπανύω
ἁπαξάπας
ἁπαξαπλῶς
ἀπαξιόω
ἅπαξ
ἀπαπαῖ
ἄπαππος
ἀπαράβατος
ἀπαραίτητος
View word page
ἀπαντλέω
ἀπαντλέω to draw off water from a shipʼs hold: metaph., ἀπ. ὕβρισμα χθονός Eur.:—c. acc. only, to draw off, Aesch.: to lighten, lessen, πόνους Aesch.; βάρος ψυχῆς Eur.

ShortDef

to draw off water from a ship's hold

Debugging

Headword:
ἀπαντλέω
Headword (normalized):
ἀπαντλέω
Headword (normalized/stripped):
απαντλεω
IDX:
3688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3689
Key:
a)pantle/w

Data

{'content': 'ἀπαντλέω\n to draw off water from a shipʼs hold: metaph., ἀπ. ὕβρισμα χθονός Eur.:—c. acc. only, to draw off, Aesch.: to lighten, lessen, πόνους Aesch.; βάρος ψυχῆς Eur.', 'key': 'a)pantle/w'}