Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπαλλαξείω
ἀπαλλάσσω
ἀπαλλοτριόω
ἀπαλλοτρίωσις
ἀπαλοάω
ἁπαλόθριξ
ἁπαλός
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλόφρων
ἁπαλόχροος
ἁπαλύνω
ἀπαμαλδύνω
ἀπαμάω
ἀπαμβλίσκω
ἀπαμβλύνω
ἀπαμείβομαι
ἀπαμείρω
ἀπαμελέομαι
ἀπαμπλακεῖν
ἀπαμύνω
View word page
ἁπαλόχροος
ἁπαλόχροος χρώς soft-skinned, Hhymn., Hes., etc.

ShortDef

soft-skinned

Debugging

Headword:
ἁπαλόχροος
Headword (normalized):
ἁπαλόχροος
Headword (normalized/stripped):
απαλοχροος
IDX:
3656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3657
Key:
a(palo/xroos

Data

{'content': 'ἁπαλόχροος\n χρώς\n soft-skinned, Hhymn., Hes., etc.', 'key': 'a(palo/xroos'}