Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπαλλαγή
ἀπαλλακτέος
ἀπαλλαξείω
ἀπαλλάσσω
ἀπαλλοτριόω
ἀπαλλοτρίωσις
ἀπαλοάω
ἁπαλόθριξ
ἁπαλός
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλόφρων
ἁπαλόχροος
ἁπαλύνω
ἀπαμαλδύνω
ἀπαμάω
ἀπαμβλίσκω
ἀπαμβλύνω
ἀπαμείβομαι
ἀπαμείρω
ἀπαμελέομαι
View word page
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλοτρεφής τρέφω well-fed, plump, Il.
ShortDef
well-fed, plump
Debugging
Headword:
ἁπαλοτρεφής
Headword (normalized):
ἁπαλοτρεφής
Headword (normalized/stripped):
απαλοτρεφης
IDX:
3654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3655
Key:
a(palotrefh/s
Data
{'content': 'ἁπαλοτρεφής\n τρέφω\n well-fed, plump, Il.', 'key': 'a(palotrefh/s'}