Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπαλθαίνομαι
ἀπαλλαγή
ἀπαλλακτέος
ἀπαλλαξείω
ἀπαλλάσσω
ἀπαλλοτριόω
ἀπαλλοτρίωσις
ἀπαλοάω
ἁπαλόθριξ
ἁπαλός
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλόφρων
ἁπαλόχροος
ἁπαλύνω
ἀπαμαλδύνω
ἀπαμάω
ἀπαμβλίσκω
ἀπαμβλύνω
ἀπαμείβομαι
ἀπαμείρω
View word page
ἁπαλότης
ἁπαλότης from ἁπαλός softness, tenderness, Xen., etc.
ShortDef
softness, tenderness
Debugging
Headword:
ἁπαλότης
Headword (normalized):
ἁπαλότης
Headword (normalized/stripped):
απαλοτης
IDX:
3653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3654
Key:
a(palo/ths
Data
{'content': 'ἁπαλότης\n from ἁπαλός\n softness, tenderness, Xen., etc.', 'key': 'a(palo/ths'}