Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
ὠφελητέος
ὠφέλιμος
ὠχράω
ὠχριάω
ὦχρος
ὠχρός
ὠχρότης
ὤψ
View word page
ὠχρότης
ὠχρότης ὠχρότης, ητος, ἡ, from ὠχρός paleness, Plat.

ShortDef

paleness

Debugging

Headword:
ὠχρότης
Headword (normalized):
ὠχρότης
Headword (normalized/stripped):
ωχροτης
IDX:
36447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36488
Key:
w)xro/ths

Data

{'content': 'ὠχρότης\n ὠχρότης, ητος, ἡ,\n from ὠχρός\n paleness, Plat.', 'key': 'w)xro/ths'}