Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠτίς
ὠτώεις
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
ὠφελητέος
ὠφέλιμος
ὠχράω
ὠχριάω
ὦχρος
ὠχρός
ὠχρότης
ὤψ
View word page
ὠχριάω
ὠχριάω ὠχριάω, from ὠχρός = ὠχράω to be pallid, Ar., Arist.
ShortDef
to be pallid
Debugging
Headword:
ὠχριάω
Headword (normalized):
ὠχριάω
Headword (normalized/stripped):
ωχριαω
IDX:
36444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36485
Key:
w)xria/w
Data
{'content': 'ὠχριάω\n ὠχριάω,\n from ὠχρός\n = ὠχράω\n to be pallid, Ar., Arist.', 'key': 'w)xria/w'}