Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠτάριον
ὠτειλή
ὠτίον
ὠτίς
ὠτώεις
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
ὠφελητέος
ὠφέλιμος
ὠχράω
ὠχριάω
ὦχρος
ὠχρός
ὠχρότης
ὤψ
View word page
ὠφελήσιμος
ὠφελήσιμος ὠφελήσιμος, ον, from ὠφελέω useful, serviceable, Soph., Ar.
ShortDef
useful, serviceable
Debugging
Headword:
ὠφελήσιμος
Headword (normalized):
ὠφελήσιμος
Headword (normalized/stripped):
ωφελησιμος
IDX:
36439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36480
Key:
w)felh/simos
Data
{'content': 'ὠφελήσιμος\n ὠφελήσιμος, ον,\n from ὠφελέω\n useful, serviceable, Soph., Ar.', 'key': 'w)felh/simos'}