Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὡσεί
ὡς
ὥς
ὡσπεροὖν
ὥσπερ
ὥστε
ὠστίζομαι
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠτάριον
ὠτειλή
ὠτίον
ὠτίς
ὠτώεις
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
ὠφελητέος
ὠφέλιμος
View word page
ὠτειλή
ὠτειλή ὠτειλή, ἡ, a wound just inflicted, δεῖξεν αἷμα κατάρρεον ἐξ ὠτειλῆς Il.; αἷμʼ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτ. Il. the mark of a wound, a scar, Xen., Plut. deriv. uncertain

ShortDef

a wound

Debugging

Headword:
ὠτειλή
Headword (normalized):
ὠτειλή
Headword (normalized/stripped):
ωτειλη
IDX:
36432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36473
Key:
w)teilh/

Data

{'content': 'ὠτειλή\n ὠτειλή, ἡ,\n a wound just inflicted, δεῖξεν αἷμα κατάρρεον ἐξ ὠτειλῆς Il.; αἷμʼ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτ. Il.\n the mark of a wound, a scar, Xen., Plut.\n deriv. uncertain', 'key': 'w)teilh/'}