Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὡσαύτως
ὡσεί
ὡς
ὥς
ὡσπεροὖν
ὥσπερ
ὥστε
ὠστίζομαι
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠτάριον
ὠτειλή
ὠτίον
ὠτίς
ὠτώεις
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
ὠφελητέος
View word page
ὠτάριον
ὠτάριον ὠτάριον (ᾰ), ου, τό, Dim. of οὖς a little ear, Anth.

ShortDef

a little ear

Debugging

Headword:
ὠτάριον
Headword (normalized):
ὠτάριον
Headword (normalized/stripped):
ωταριον
IDX:
36431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36472
Key:
w)ta/rion

Data

{'content': 'ὠτάριον\n ὠτάριον (ᾰ), ου, τό,\n Dim. of οὖς\n a little ear, Anth.', 'key': 'w)ta/rion'}