Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὡσάν
ὡσαύτως
ὡσεί
ὡς
ὥς
ὡσπεροὖν
ὥσπερ
ὥστε
ὠστίζομαι
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠτάριον
ὠτειλή
ὠτίον
ὠτίς
ὠτώεις
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
View word page
ὠτακουστής
ὠτακουστής ὠτ-ᾰκουστής, οῦ, ὁ, ἀκούω a listener, spy, Arist.

ShortDef

a listener, spy

Debugging

Headword:
ὠτακουστής
Headword (normalized):
ὠτακουστής
Headword (normalized/stripped):
ωτακουστης
IDX:
36430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36471
Key:
w)takousth/s

Data

{'content': 'ὠτακουστής\n ὠτ-ᾰκουστής, οῦ, ὁ,\n ἀκούω\n a listener, spy, Arist.', 'key': 'w)takousth/s'}