Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὠρυθμός
ὠρύομαι
ὡσάν
ὡσαύτως
ὡσεί
ὡς
ὥς
ὡσπεροὖν
ὥσπερ
ὥστε
ὠστίζομαι
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠτάριον
ὠτειλή
ὠτίον
ὠτίς
ὠτώεις
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
View word page
ὠστίζομαι
ὠστίζομαι ὠστίζομαι, Frequentat. of ὠθέομαι to push and be pushed about, mostly c. dat. pers., ὠστιεῖ Κλεονύμῳ you will justle with Cleonymus, Ar.; ὠστιοῦνται ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου Ar.; absol., εἰς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται justles for the first seat, Ar.

ShortDef

to push and be pushed about

Debugging

Headword:
ὠστίζομαι
Headword (normalized):
ὠστίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ωστιζομαι
IDX:
36428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36469
Key:
w)sti/zomai

Data

{'content': 'ὠστίζομαι\n ὠστίζομαι,\n Frequentat. of ὠθέομαι\n to push and be pushed about, mostly c. dat. pers., ὠστιεῖ Κλεονύμῳ you will justle with Cleonymus, Ar.; ὠστιοῦνται ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου Ar.; absol., εἰς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται justles for the first seat, Ar.', 'key': 'w)sti/zomai'}