Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὡροθετέω
ὡροθέτης
ὡρόμαντις
ὡρονομέω
ὧρος
ὦρος
ὠρυγή
ὠρυθμός
ὠρύομαι
ὡσάν
ὡσαύτως
ὡσεί
ὡς
ὥς
ὡσπεροὖν
ὥσπερ
ὥστε
ὠστίζομαι
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠτάριον
View word page
ὡσαύτως
ὡσαύτως ὥς, αὔτως in like manner, just so, ὣς δʼ αὔτως, for ὡσαύτως δὲ . . , Hom., etc.; ὡσαύτως καὶ . . in like manner as . . , Hdt.; so c. dat., ὣς δʼ αὔτως τῇσι κυσὶ θάπτονται Hdt.; ὡσ. ἔχειν Plat.

ShortDef

in like manner, just so

Debugging

Headword:
ὡσαύτως
Headword (normalized):
ὡσαύτως
Headword (normalized/stripped):
ωσαυτως
IDX:
36421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36462
Key:
w(sau/tws

Data

{'content': 'ὡσαύτως\n ὥς, αὔτως\n in like manner, just so, ὣς δʼ αὔτως, for ὡσαύτως δὲ . . , Hom., etc.; ὡσαύτως καὶ . . in like manner as . . , Hdt.; so c. dat., ὣς δʼ αὔτως τῇσι κυσὶ θάπτονται Hdt.; ὡσ. ἔχειν Plat.', 'key': 'w(sau/tws'}