Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὥριμος
ὥριος
Ὠρίων
ὡροθετέω
ὡροθέτης
ὡρόμαντις
ὡρονομέω
ὧρος
ὦρος
ὠρυγή
ὠρυθμός
ὠρύομαι
ὡσάν
ὡσαύτως
ὡσεί
ὡς
ὥς
ὡσπεροὖν
ὥσπερ
ὥστε
ὠστίζομαι
View word page
ὠρυθμός
ὠρυθμός ὠρυθμός, οῦ, ὁ, a howling, roaring, Theocr., Anth.

ShortDef

a howling, roaring

Debugging

Headword:
ὠρυθμός
Headword (normalized):
ὠρυθμός
Headword (normalized/stripped):
ωρυθμος
IDX:
36418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36459
Key:
w)ruqmo/s

Data

{'content': 'ὠρυθμός\n ὠρυθμός, οῦ, ὁ,\n a howling, roaring, Theocr., Anth.', 'key': 'w)ruqmo/s'}