Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὡρικός
ὥριμος
ὥριος
Ὠρίων
ὡροθετέω
ὡροθέτης
ὡρόμαντις
ὡρονομέω
ὧρος
ὦρος
ὠρυγή
ὠρυθμός
ὠρύομαι
ὡσάν
ὡσαύτως
ὡσεί
ὡς
ὥς
ὡσπεροὖν
ὥσπερ
ὥστε
View word page
ὠρυγή
ὠρυγή ὠρῠγή, ἡ, = ὠρυθμός, Plut.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὠρυγή
Headword (normalized):
ὠρυγή
Headword (normalized/stripped):
ωρυγη
IDX:
36417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36458
Key:
w)rugh/

Data

{'content': 'ὠρυγή\n ὠρῠγή, ἡ,\n = ὠρυθμός, Plut.', 'key': 'w)rugh/'}