Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὡρηφόρος
ὡρικός
ὥριμος
ὥριος
Ὠρίων
ὡροθετέω
ὡροθέτης
ὡρόμαντις
ὡρονομέω
ὧρος
ὦρος
ὠρυγή
ὠρυθμός
ὠρύομαι
ὡσάν
ὡσαύτως
ὡσεί
ὡς
ὥς
ὡσπεροὖν
ὥσπερ
View word page
ὦρος
ὦρος ὦρος, ος, εος, τό, Doric for ὅρος a mountain, Theocr.

ShortDef

Oros, warrior in Homer
sleep ( > ἄωρος)
Dor. > ὅρος

Debugging

Headword:
ὦρος
Headword (normalized):
ὦρος
Headword (normalized/stripped):
ωρος
IDX:
36416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36457
Key:
w)=ros1

Data

{'content': 'ὦρος\n ὦρος, ος, εος, τό,\n Doric for ὅρος\n a mountain, Theocr.', 'key': 'w)=ros1'}