Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠρεύω
ὡρηφόρος
ὡρικός
ὥριμος
ὥριος
Ὠρίων
ὡροθετέω
ὡροθέτης
ὡρόμαντις
ὡρονομέω
ὧρος
ὦρος
ὠρυγή
ὠρυθμός
ὠρύομαι
ὡσάν
ὡσαύτως
ὡσεί
ὡς
ὥς
ὡσπεροὖν
View word page
ὧρος
ὧρος ὧρος, ὁ, a year:—in pl. annals, Luc.
ShortDef
a year
Horus, Egyptian god
Debugging
Headword:
ὧρος
Headword (normalized):
ὧρος
Headword (normalized/stripped):
ωρος
IDX:
36415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36456
Key:
w(=ros1
Data
{'content': 'ὧρος\n ὧρος, ὁ,\n a year:—in pl. annals, Luc.', 'key': 'w(=ros1'}