Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὡρηφόρος
ὡρικός
ὥριμος
ὥριος
Ὠρίων
ὡροθετέω
ὡροθέτης
ὡρόμαντις
ὡρονομέω
ὧρος
ὦρος
ὠρυγή
ὠρυθμός
ὠρύομαι
ὡσάν
ὡσαύτως
ὡσεί
ὡς
ὥς
View word page
ὡρονομέω
ὡρονομέω ὡρονομέω, fut. -ήσω to rule the hour of birth, of planets, Anth.
ShortDef
to rule the hour
Debugging
Headword:
ὡρονομέω
Headword (normalized):
ὡρονομέω
Headword (normalized/stripped):
ωρονομεω
IDX:
36414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36455
Key:
w(ronome/w
Data
{'content': 'ὡρονομέω\n ὡρονομέω,\n fut. -ήσω\n to rule the hour of birth, of planets, Anth.', 'key': 'w(ronome/w'}