Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὡραιότης
ὡρακιάω
ὥρα
ὤρα
ὥρασι
ὠρείτροφος
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὡρηφόρος
ὡρικός
ὥριμος
ὥριος
Ὠρίων
ὡροθετέω
ὡροθέτης
ὡρόμαντις
ὡρονομέω
ὧρος
ὦρος
ὠρυγή
View word page
ὡρικός
ὡρικός ὡρῐκός, ή, όν ὥρα in oneʼs prime, youthful, blooming, Ar.: adv., ὡρικῶς πυνθάνει you ask so maidenly, so prettily, Ar.

ShortDef

in one's prime, youthful, blooming

Debugging

Headword:
ὡρικός
Headword (normalized):
ὡρικός
Headword (normalized/stripped):
ωρικος
IDX:
36407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36448
Key:
w(riko/s

Data

{'content': 'ὡρικός\n ὡρῐκός, ή, όν\n ὥρα\n in oneʼs prime, youthful, blooming, Ar.: adv., ὡρικῶς πυνθάνει you ask so maidenly, so prettily, Ar.', 'key': 'w(riko/s'}