Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὡραῖος
ὡραιότης
ὡρακιάω
ὥρα
ὤρα
ὥρασι
ὠρείτροφος
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὡρηφόρος
ὡρικός
ὥριμος
ὥριος
Ὠρίων
ὡροθετέω
ὡροθέτης
ὡρόμαντις
ὡρονομέω
ὧρος
ὦρος
View word page
ὡρηφόρος
ὡρηφόρος ὡρη-φόρος, ον, φέρω leading on the seasons, or bringing on the fruits in season, Hhymn.

ShortDef

leading on the seasons

Debugging

Headword:
ὡρηφόρος
Headword (normalized):
ὡρηφόρος
Headword (normalized/stripped):
ωρηφορος
IDX:
36406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36447
Key:
w(rhfo/ros

Data

{'content': 'ὡρηφόρος\n ὡρη-φόρος, ον,\n φέρω\n leading on the seasons, or bringing on the fruits in season, Hhymn.', 'key': 'w(rhfo/ros'}