Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὧπερ
ὡραῖος
ὡραιότης
ὡρακιάω
ὥρα
ὤρα
ὥρασι
ὠρείτροφος
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὡρηφόρος
ὡρικός
ὥριμος
ὥριος
Ὠρίων
ὡροθετέω
ὡροθέτης
ὡρόμαντις
ὡρονομέω
ὧρος
View word page
ὠρεύω
ὠρεύω ὠρεύω, ὤρα to attend to, mind, c. acc., Hes.
ShortDef
to attend to, mind
Debugging
Headword:
ὠρεύω
Headword (normalized):
ὠρεύω
Headword (normalized/stripped):
ωρευω
IDX:
36405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36446
Key:
w)reu/w
Data
{'content': 'ὠρεύω\n ὠρεύω,\n ὤρα\n to attend to, mind, c. acc., Hes.', 'key': 'w)reu/w'}