Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ω
ὧπερ
ὡραῖος
ὡραιότης
ὡρακιάω
ὥρα
ὤρα
ὥρασι
ὠρείτροφος
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὡρηφόρος
ὡρικός
ὥριμος
ὥριος
Ὠρίων
ὡροθετέω
ὡροθέτης
ὡρόμαντις
ὡρονομέω
View word page
ὡρεσιδώτης
ὡρεσιδώτης ὡρεσῐ-δώτης, ου, ὁ, ὥρεα ὡραῖα one who gives ripe fruits in their season, Anth.
ShortDef
one who gives ripe fruits in their season
Debugging
Headword:
ὡρεσιδώτης
Headword (normalized):
ὡρεσιδώτης
Headword (normalized/stripped):
ωρεσιδωτης
IDX:
36404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36445
Key:
w(residw/ths
Data
{'content': 'ὡρεσιδώτης\n ὡρεσῐ-δώτης, ου, ὁ,\n ὥρεα ὡραῖα\n one who gives ripe fruits in their season, Anth.', 'key': 'w(residw/ths'}