Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπακριβόομαι
ἀπάλαιστρος
ἀπάλαλκε
ἀπάλαμνος
ἀπάλαμος
ἀπαλάομαι
ἀπαλγέω
ἀπαλείφω
ἀπαλέξω
ἀπαληθεύω
ἀπαλθαίνομαι
ἀπαλλαγή
ἀπαλλακτέος
ἀπαλλαξείω
ἀπαλλάσσω
ἀπαλλοτριόω
ἀπαλλοτρίωσις
ἀπαλοάω
ἁπαλόθριξ
ἁπαλός
ἁπαλότης
View word page
ἀπαλθαίνομαι
ἀπαλθαίνομαι Dep to heal thoroughly, Il.

ShortDef

to heal thoroughly

Debugging

Headword:
ἀπαλθαίνομαι
Headword (normalized):
ἀπαλθαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
απαλθαινομαι
IDX:
3643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3644
Key:
a)palqai/nomai

Data

{'content': 'ἀπαλθαίνομαι\n Dep to heal thoroughly, Il.', 'key': 'a)palqai/nomai'}