Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὤνιος
ὤνομα
ὠνομασμένως
ὦνος
ᾠόν
ὠόπ
ω
ὧπερ
ὡραῖος
ὡραιότης
ὡρακιάω
ὥρα
ὤρα
ὥρασι
ὠρείτροφος
ὠρεσίδουπος
ὡρεσιδώτης
ὠρεύω
ὡρηφόρος
ὡρικός
View word page
ὡραιότης
ὡραιότης from ὡραῖος ὡραιότης, ητος, ἡ, ripeness of fruits, Arist. the bloom of youth, Xen.

ShortDef

ripeness of fruits

Debugging

Headword:
ὡραιότης
Headword (normalized):
ὡραιότης
Headword (normalized/stripped):
ωραιοτης
IDX:
36397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36438
Key:
w(raio/ths

Data

{'content': 'ὡραιότης\n from ὡραῖος\n ὡραιότης, ητος, ἡ,\n ripeness of fruits, Arist.\n the bloom of youth, Xen.', 'key': 'w(raio/ths'}