Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὤμοι
ὠμοκρατής
ὠμοπλάτη
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμός
ὦμος
ὠμότης
ὠμοτόκος
ὠμοφάγος
ὠμόφρων
ὠνέομαι
ὠνή
ὠνητέος
ὠνητής
ὠνητός
ὤνιος
ὤνομα
ὠνομασμένως
ὦνος
ᾠόν
View word page
ὠμόφρων
ὠμόφρων ὠμό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν savage-minded, savage, Trag. adv. ὠμοφρόνως, Aesch.
ShortDef
savage-minded, savage
Debugging
Headword:
ὠμόφρων
Headword (normalized):
ὠμόφρων
Headword (normalized/stripped):
ωμοφρων
IDX:
36381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36422
Key:
w)mo/frwn
Data
{'content': 'ὠμόφρων\n ὠμό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,\n φρήν\n savage-minded, savage, Trag. adv. ὠμοφρόνως, Aesch.', 'key': 'w)mo/frwn'}