Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὠμοθετέω
ὤμοι
ὠμοκρατής
ὠμοπλάτη
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμός
ὦμος
ὠμότης
ὠμοτόκος
ὠμοφάγος
ὠμόφρων
ὠνέομαι
ὠνή
ὠνητέος
ὠνητής
ὠνητός
ὤνιος
ὤνομα
ὠνομασμένως
ὦνος
View word page
ὠμοφάγος
ὠμοφάγος ὠμο-φάγος (ᾰ), ον, ὠμός, φαγεῖν eating raw flesh, carnivorous, Il., Thuc.

ShortDef

eating raw flesh, carnivorous (parox.)

Debugging

Headword:
ὠμοφάγος
Headword (normalized):
ὠμοφάγος
Headword (normalized/stripped):
ωμοφαγος
IDX:
36380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36421
Key:
w)mofa/gos

Data

{'content': 'ὠμοφάγος\n ὠμο-φάγος (ᾰ), ον,\n ὠμός, φαγεῖν\n eating raw flesh, carnivorous, Il., Thuc.', 'key': 'w)mofa/gos'}