Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὤμοι
ὠμοκρατής
ὠμοπλάτη
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμός
ὦμος
ὠμότης
ὠμοτόκος
ὠμοφάγος
ὠμόφρων
ὠνέομαι
ὠνή
ὠνητέος
ὠνητής
ὠνητός
ὤνιος
ὤνομα
ὠνομασμένως
View word page
ὠμοτόκος
ὠμοτόκος ὠμο-τόκος, ον, bringing forth untimely offspring:— metaph. of a vine, Anth.
ShortDef
bearing untimely offspring
Debugging
Headword:
ὠμοτόκος
Headword (normalized):
ὠμοτόκος
Headword (normalized/stripped):
ωμοτοκος
IDX:
36379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36420
Key:
w)moto/kos
Data
{'content': 'ὠμοτόκος\n ὠμο-τόκος, ον,\n bringing forth untimely offspring:— metaph. of a vine, Anth.', 'key': 'w)moto/kos'}