Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠμοδακής
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὤμοι
ὠμοκρατής
ὠμοπλάτη
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμός
ὦμος
ὠμότης
ὠμοτόκος
ὠμοφάγος
ὠμόφρων
ὠνέομαι
ὠνή
ὠνητέος
ὠνητής
ὠνητός
ὤνιος
ὤνομα
View word page
ὠμότης
ὠμότης ὠμότης, ητος, ἡ, ὠμός rawness: metaph. savageness, fierceness, cruelty, Eur., Xen., etc.
ShortDef
rawness
Debugging
Headword:
ὠμότης
Headword (normalized):
ὠμότης
Headword (normalized/stripped):
ωμοτης
IDX:
36378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36419
Key:
w)mo/ths
Data
{'content': 'ὠμότης\n ὠμότης, ητος, ἡ,\n ὠμός\n rawness: metaph. savageness, fierceness, cruelty, Eur., Xen., etc.', 'key': 'w)mo/ths'}