Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὠμοβόειος
ὠμοβρώς
ὠμογέρων
ὠμοδακής
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὤμοι
ὠμοκρατής
ὠμοπλάτη
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμός
ὦμος
ὠμότης
ὠμοτόκος
ὠμοφάγος
ὠμόφρων
ὠνέομαι
ὠνή
ὠνητέος
ὠνητής
View word page
ὠμοσπάρακτος
ὠμοσπάρακτος ὠμο-σπάρακτος (σπᾰ), ον, σπαράσσω torn in pieces raw, Ar.

ShortDef

torn in pieces raw

Debugging

Headword:
ὠμοσπάρακτος
Headword (normalized):
ὠμοσπάρακτος
Headword (normalized/stripped):
ωμοσπαρακτος
IDX:
36375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36416
Key:
w)mospa/raktos

Data

{'content': 'ὠμοσπάρακτος\n ὠμο-σπάρακτος (σπᾰ), ον,\n σπαράσσω\n torn in pieces raw, Ar.', 'key': 'w)mospa/raktos'}