Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὤμιον
ὠμοβόειος
ὠμοβρώς
ὠμογέρων
ὠμοδακής
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὤμοι
ὠμοκρατής
ὠμοπλάτη
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμός
ὦμος
ὠμότης
ὠμοτόκος
ὠμοφάγος
ὠμόφρων
ὠνέομαι
ὠνή
ὠνητέος
View word page
ὠμόσιτος
ὠμόσιτος ὠμό-σῑτος, ον, of the Sphinx, eating men raw, Aesch.; χηλαῖσιν ὠμοσίτοις, also of the Sphinx, Eur.

ShortDef

eating men raw

Debugging

Headword:
ὠμόσιτος
Headword (normalized):
ὠμόσιτος
Headword (normalized/stripped):
ωμοσιτος
IDX:
36374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36415
Key:
w)mo/sitos

Data

{'content': 'ὠμόσιτος\n ὠμό-σῑτος, ον,\n of the Sphinx, eating men raw, Aesch.; χηλαῖσιν ὠμοσίτοις, also of the Sphinx, Eur.', 'key': 'w)mo/sitos'}