Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠμηστής
ὤμιον
ὠμοβόειος
ὠμοβρώς
ὠμογέρων
ὠμοδακής
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὤμοι
ὠμοκρατής
ὠμοπλάτη
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμός
ὦμος
ὠμότης
ὠμοτόκος
ὠμοφάγος
ὠμόφρων
ὠνέομαι
ὠνή
View word page
ὠμοπλάτη
ὠμοπλάτη ὠμο-πλάτη (ᾰ), ἡ, ὦμος the shoulder-blade, Theocr.; mostly in pl. ὠμοπλάται, Lat. scapulae, Xen., etc.
ShortDef
the shoulder-blade
Debugging
Headword:
ὠμοπλάτη
Headword (normalized):
ὠμοπλάτη
Headword (normalized/stripped):
ωμοπλατη
IDX:
36373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36414
Key:
w)mopla/th
Data
{'content': 'ὠμοπλάτη\n ὠμο-πλάτη (ᾰ), ἡ,\n ὦμος\n the shoulder-blade, Theocr.; mostly in pl. ὠμοπλάται, Lat. scapulae, Xen., etc.', 'key': 'w)mopla/th'}