Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠλεσίοικος
ὦλξ
ὠμαχθής
ὠμηστής
ὤμιον
ὠμοβόειος
ὠμοβρώς
ὠμογέρων
ὠμοδακής
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὤμοι
ὠμοκρατής
ὠμοπλάτη
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμός
ὦμος
ὠμότης
ὠμοτόκος
ὠμοφάγος
View word page
ὠμοθετέω
ὠμοθετέω ὠμο-θετέω, tiqhmi in sacrificing, to place the raw slices duly on the altar (v. μηρία), Hom.:—so in Mid., ὠμοθετεῖτο Od.
ShortDef
to place the raw slices
Debugging
Headword:
ὠμοθετέω
Headword (normalized):
ὠμοθετέω
Headword (normalized/stripped):
ωμοθετεω
IDX:
36370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36411
Key:
w)moqete/w
Data
{'content': 'ὠμοθετέω\n ὠμο-θετέω,\n tiqhmi\n in sacrificing, to place the raw slices duly on the altar (v. μηρία), Hom.:—so in Mid., ὠμοθετεῖτο Od.', 'key': 'w)moqete/w'}