Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ὤλενος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὦλξ
ὠμαχθής
ὠμηστής
ὤμιον
ὠμοβόειος
ὠμοβρώς
ὠμογέρων
ὠμοδακής
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὤμοι
ὠμοκρατής
ὠμοπλάτη
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμός
ὦμος
View word page
ὠμογέρων
ὠμογέρων ὠμο-γέρων, οντος, a fresh, active old man, Il.

ShortDef

a fresh, active old man

Debugging

Headword:
ὠμογέρων
Headword (normalized):
ὠμογέρων
Headword (normalized/stripped):
ωμογερων
IDX:
36367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36408
Key:
w)moge/rwn

Data

{'content': 'ὠμογέρων\n ὠμο-γέρων, οντος,\n a fresh, active old man, Il.', 'key': 'w)moge/rwn'}