Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὠλένη
Ὤλενος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὦλξ
ὠμαχθής
ὠμηστής
ὤμιον
ὠμοβόειος
ὠμοβρώς
ὠμογέρων
ὠμοδακής
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὤμοι
ὠμοκρατής
ὠμοπλάτη
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
ὠμός
View word page
ὠμοβρώς
ὠμοβρώς ὠμο-βρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, βιβρώσκω eating raw flesh, Eur.

ShortDef

eating raw flesh

Debugging

Headword:
ὠμοβρώς
Headword (normalized):
ὠμοβρώς
Headword (normalized/stripped):
ωμοβρως
IDX:
36366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36407
Key:
w)mobrw/s

Data

{'content': 'ὠμοβρώς\n ὠμο-βρώς, ῶτος, ὁ, ἡ,\n βιβρώσκω\n eating raw flesh, Eur.', 'key': 'w)mobrw/s'}