Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠλέκρανον
ὠλένη
Ὤλενος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὦλξ
ὠμαχθής
ὠμηστής
ὤμιον
ὠμοβόειος
ὠμοβρώς
ὠμογέρων
ὠμοδακής
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὤμοι
ὠμοκρατής
ὠμοπλάτη
ὠμόσιτος
ὠμοσπάρακτος
View word page
ὠμοβόειος
ὠμοβόειος ὠμο-βόειος, Ionic -βόεος, or ὠμοβόϊνος, η, ον of raw, untanned ox-hide, Hdt., Xen.:— ἡ ὠμοβοέη (sc. δορά) a raw ox-hide, Hdt.
ShortDef
of raw, untanned ox-hide
Debugging
Headword:
ὠμοβόειος
Headword (normalized):
ὠμοβόειος
Headword (normalized/stripped):
ωμοβοειος
IDX:
36365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36406
Key:
w)mobo/eios
Data
{'content': 'ὠμοβόειος\n ὠμο-βόειος, Ionic -βόεος, or ὠμοβόϊνος, η, ον\n of raw, untanned ox-hide, Hdt., Xen.:— ἡ ὠμοβοέη (sc. δορά) a raw ox-hide, Hdt.', 'key': 'w)mobo/eios'}