Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠκύτοκος
ὠκυτόκος
ὦλαξ
ὠλέκρανον
ὠλένη
Ὤλενος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὦλξ
ὠμαχθής
ὠμηστής
ὤμιον
ὠμοβόειος
ὠμοβρώς
ὠμογέρων
ὠμοδακής
ὠμόδροπος
ὠμοθετέω
ὤμοι
ὠμοκρατής
View word page
ὠμαχθής
ὠμαχθής ὠμ-αχθής, ές ἄχθος heavy to the shoulders, Anth.
ShortDef
heavy to the shoulders
Debugging
Headword:
ὠμαχθής
Headword (normalized):
ὠμαχθής
Headword (normalized/stripped):
ωμαχθης
IDX:
36362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36403
Key:
w)maxqh/s
Data
{'content': 'ὠμαχθής\n ὠμ-αχθής, ές\n ἄχθος\n heavy to the shoulders, Anth.', 'key': 'w)maxqh/s'}