Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠκύροος
ὠκύσκοπος
ὠκύς
ὠκύτης
ὠκύτοκος
ὠκυτόκος
ὦλαξ
ὠλέκρανον
ὠλένη
Ὤλενος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὦλξ
ὠμαχθής
ὠμηστής
ὤμιον
ὠμοβόειος
ὠμοβρώς
ὠμογέρων
ὠμοδακής
View word page
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίβωλος ὠλεσί-βωλος, ον, clod-crushing, Anth.
ShortDef
clod-crushing
Debugging
Headword:
ὠλεσίβωλος
Headword (normalized):
ὠλεσίβωλος
Headword (normalized/stripped):
ωλεσιβωλος
IDX:
36358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36399
Key:
w)lesi/bwlos
Data
{'content': 'ὠλεσίβωλος\n ὠλεσί-βωλος, ον,\n clod-crushing, Anth.', 'key': 'w)lesi/bwlos'}