ὠλένη
.ὠλένη, ἡ,
Lat. ulna, the elbow, or rather the arm from the elbow downwards, Hhymn., Trag., etc.; περὶ ὠλένας δέρᾳ βάλλειν Eur.; ὠλ. ἄκραι the hands, Eur.; ψήφους διηρίθμησε ὠλένῃ with the hand, Eur.
{'content': 'ὠλένη\n .ὠλένη, ἡ,\n Lat. ulna, the elbow, or rather the arm from the elbow downwards, Hhymn., Trag., etc.; περὶ ὠλένας δέρᾳ βάλλειν Eur.; ὠλ. ἄκραι the hands, Eur.; ψήφους διηρίθμησε ὠλένῃ with the hand, Eur.', 'key': 'w)le/nh'}