Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὠκύπτερος
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύσκοπος
ὠκύς
ὠκύτης
ὠκύτοκος
ὠκυτόκος
ὦλαξ
ὠλέκρανον
ὠλένη
Ὤλενος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὦλξ
ὠμαχθής
ὠμηστής
ὤμιον
ὠμοβόειος
ὠμοβρώς
View word page
ὠλένη
ὠλένη .ὠλένη, ἡ, Lat. ulna, the elbow, or rather the arm from the elbow downwards, Hhymn., Trag., etc.; περὶ ὠλένας δέρᾳ βάλλειν Eur.; ὠλ. ἄκραι the hands, Eur.; ψήφους διηρίθμησε ὠλένῃ with the hand, Eur.

ShortDef

(arm below the) elbow

Debugging

Headword:
ὠλένη
Headword (normalized):
ὠλένη
Headword (normalized/stripped):
ωλενη
IDX:
36356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36397
Key:
w)le/nh

Data

{'content': 'ὠλένη\n .ὠλένη, ἡ,\n Lat. ulna, the elbow, or rather the arm from the elbow downwards, Hhymn., Trag., etc.; περὶ ὠλένας δέρᾳ βάλλειν Eur.; ὠλ. ἄκραι the hands, Eur.; ψήφους διηρίθμησε ὠλένῃ with the hand, Eur.', 'key': 'w)le/nh'}