Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύσκοπος
ὠκύς
ὠκύτης
ὠκύτοκος
ὠκυτόκος
ὦλαξ
ὠλέκρανον
ὠλένη
Ὤλενος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὦλξ
ὠμαχθής
ὠμηστής
ὤμιον
ὠμοβόειος
View word page
ὠλέκρανον
ὠλέκρανον ὠλέ-κρᾱνον, ου, τό, the point of the elbow, Arist.
ShortDef
the point of the elbow
Debugging
Headword:
ὠλέκρανον
Headword (normalized):
ὠλέκρανον
Headword (normalized/stripped):
ωλεκρανον
IDX:
36355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36396
Key:
w)le/kranon
Data
{'content': 'ὠλέκρανον\n ὠλέ-κρᾱνον, ου, τό,\n the point of the elbow, Arist.', 'key': 'w)le/kranon'}