Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὠκύπος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύσκοπος
ὠκύς
ὠκύτης
ὠκύτοκος
ὠκυτόκος
ὦλαξ
ὠλέκρανον
ὠλένη
Ὤλενος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὦλξ
ὠμαχθής
ὠμηστής
ὤμιον
View word page
ὦλαξ
ὦλαξ ὦλαξ, ακος, Doric for αὖλαξ.

ShortDef

furrow

Debugging

Headword:
ὦλαξ
Headword (normalized):
ὦλαξ
Headword (normalized/stripped):
ωλαξ
IDX:
36354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36395
Key:
w)=lac

Data

{'content': 'ὦλαξ\n ὦλαξ, ακος,\n Doric for αὖλαξ.', 'key': 'w)=lac'}