Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὠκύπομπος
ὠκύπορος
ὠκύπος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύσκοπος
ὠκύς
ὠκύτης
ὠκύτοκος
ὠκυτόκος
ὦλαξ
ὠλέκρανον
ὠλένη
Ὤλενος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὦλξ
ὠμαχθής
View word page
ὠκύτοκος
ὠκύτοκος quickly born:— as Subst., ὠκύτοκον, ου, quick birth, easy delivery, Hdt.

ShortDef

quickly born

Debugging

Headword:
ὠκύτοκος
Headword (normalized):
ὠκύτοκος
Headword (normalized/stripped):
ωκυτοκος
IDX:
36352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36393
Key:
w)ku/tokos

Data

{'content': 'ὠκύτοκος\n quickly born:— as Subst., ὠκύτοκον, ου, quick birth, easy delivery, Hdt.', 'key': 'w)ku/tokos'}