Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκύπορος
ὠκύπος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύσκοπος
ὠκύς
ὠκύτης
ὠκύτοκος
ὠκυτόκος
ὦλαξ
ὠλέκρανον
ὠλένη
Ὤλενος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
ὠλεσίοικος
ὦλξ
View word page
ὠκύτης
ὠκύτης ὠκύτης, ητος, ἡ, quickness, swiftness, fleetness, speed, Pind., Eur.
ShortDef
quickness, swiftness, fleetness, speed
Debugging
Headword:
ὠκύτης
Headword (normalized):
ὠκύτης
Headword (normalized/stripped):
ωκυτης
IDX:
36351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36392
Key:
w)ku/ths
Data
{'content': 'ὠκύτης\n ὠκύτης, ητος, ἡ,\n quickness, swiftness, fleetness, speed, Pind., Eur.', 'key': 'w)ku/ths'}