Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκύπορος
ὠκύπος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύσκοπος
ὠκύς
ὠκύτης
ὠκύτοκος
ὠκυτόκος
ὦλαξ
ὠλέκρανον
ὠλένη
Ὤλενος
ὠλεσίβωλος
ὠλεσίκαρπος
View word page
ὠκύσκοπος
ὠκύσκοπος ὠκύ-σκοπος, ον, quick-aiming, Ἀπόλλων Anth.

ShortDef

quick-aiming

Debugging

Headword:
ὠκύσκοπος
Headword (normalized):
ὠκύσκοπος
Headword (normalized/stripped):
ωκυσκοπος
IDX:
36349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36390
Key:
w)ku/skopos

Data

{'content': 'ὠκύσκοπος\n ὠκύ-σκοπος, ον,\n quick-aiming, Ἀπόλλων Anth.', 'key': 'w)ku/skopos'}