Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠκυμάχος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκύπορος
ὠκύπος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύσκοπος
ὠκύς
ὠκύτης
ὠκύτοκος
ὠκυτόκος
ὦλαξ
ὠλέκρανον
ὠλένη
Ὤλενος
ὠλεσίβωλος
View word page
ὠκύροος
ὠκύροος ὠκύ-ρους, ουν, poet. adj. swift-flowing, Il.
ShortDef
swift-flowing
Debugging
Headword:
ὠκύροος
Headword (normalized):
ὠκύροος
Headword (normalized/stripped):
ωκυροος
IDX:
36348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36389
Key:
w)ku/rous
Data
{'content': 'ὠκύροος\n ὠκύ-ρους, ουν,\n poet. adj. swift-flowing, Il.', 'key': 'w)ku/rous'}