Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠκύθοος
ὠκυμάχος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκύπορος
ὠκύπος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύσκοπος
ὠκύς
ὠκύτης
ὠκύτοκος
ὠκυτόκος
ὦλαξ
ὠλέκρανον
ὠλένη
Ὤλενος
View word page
ὠκυρόης
ὠκυρόης = ὠκύρους, Eur., Anth.
ShortDef
swift-flowing
Debugging
Headword:
ὠκυρόης
Headword (normalized):
ὠκυρόης
Headword (normalized/stripped):
ωκυροης
IDX:
36347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36388
Key:
w)kuro/hs
Data
{'content': 'ὠκυρόης\n = ὠκύρους, Eur., Anth.', 'key': 'w)kuro/hs'}