ὠκύπτερος
ὠκύπτερος
ὠκύ-πτερος, ον,
πτερόν
swift-winged, Il.
ὠκύπτερα, ων, τά, the long quill-feathers in a wing, Ar.
{ "content": "ὠκύπτερος\n ὠκύ-πτερος, ον,\n πτερόν\n swift-winged, Il.\n ὠκύπτερα, ων, τά, the long quill-feathers in a wing, Ar.", "key": "w)ku/pteros" }