Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυμάχος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκύπορος
ὠκύπος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύσκοπος
ὠκύς
ὠκύτης
ὠκύτοκος
ὠκυτόκος
ὦλαξ
ὠλέκρανον
View word page
ὠκύπους
ὠκύπους ὠκύ-πους, swift-footed, of horses, Hom.; ἱππικῶν ὠκύπους ἀγών Soph.; κύνες Eur., etc.
ShortDef
swift-footed
Debugging
Headword:
ὠκύπους
Headword (normalized):
ὠκύπους
Headword (normalized/stripped):
ωκυπους
IDX:
36345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36386
Key:
w)ku/pous
Data
{'content': 'ὠκύπους\n ὠκύ-πους,\n \n swift-footed, of horses, Hom.; ἱππικῶν ὠκύπους ἀγών Soph.; κύνες Eur., etc.', 'key': 'w)ku/pous'}