Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠκυδίνητος
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυμάχος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκύπορος
ὠκύπος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύσκοπος
ὠκύς
ὠκύτης
ὠκύτοκος
ὠκυτόκος
ὦλαξ
View word page
ὠκύπος
ὠκύπος ὠκύ-πος, ον, rare poet. collat. form of ὠκύπους, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὠκύπος
Headword (normalized):
ὠκύπος
Headword (normalized/stripped):
ωκυπος
IDX:
36344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36385
Key:
w)ku/pos
Data
{'content': 'ὠκύπος\n ὠκύ-πος, ον,\n rare poet. collat. form of ὠκύπους, Anth.', 'key': 'w)ku/pos'}