Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνητος
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυμάχος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκύπορος
ὠκύπος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύσκοπος
ὠκύς
ὠκύτης
ὠκύτοκος
ὠκυτόκος
View word page
ὠκύπορος
ὠκύπορος ὠκύ-πορος, ον, quick-going, of ships, Il.: of streams, swift-flowing, Aesch.
ShortDef
quick-going
Debugging
Headword:
ὠκύπορος
Headword (normalized):
ὠκύπορος
Headword (normalized/stripped):
ωκυπορος
IDX:
36343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36384
Key:
w)ku/poros
Data
{'content': 'ὠκύπορος\n ὠκύ-πορος, ον,\n quick-going, of ships, Il.: of streams, swift-flowing, Aesch.', 'key': 'w)ku/poros'}